- ευήνωρ
- Όνομα ιστορικών προσώπων.
1. Ζωγράφος από την Έφεσο (μέσα 5ου αι. π.Χ.). Πατέρας και δάσκαλος του Παρράσιου. Ο Πλίνιος τον κατατάσσει ανάμεσα στους σπουδαιότερους της εποχής του.
2. Ε. ο Ευηπίου (αρχές 3ου αι. π.Χ.). Γιατρός. Καταγόταν από το Αμφιλοχικόν Άργος της Ακαρνανίας αλλά έζησε στην Αθήνα. Έγραψε πολλά συγγράμματα (Θεραπείαι, Γυναικεία κ.ά.), όπου πραγματεύεται κατάγματα και παραμορφώσεις.
* * *εὐήνωρ και δωρ. τ. εὐάνωρ, ὁ, ἡ (Α)αυτός που διεγείρει ή δυναμώνει τον άνδρα (α. «φέρον δ' εὐήνορα οἶνον» β. «φέρον δ' εὐήνορα χαλκόν», Ομ. Οδ.)2. (για πόλη, χώρα κ.λπ.) εύανδρος («ἐν εὐάνορι Λυδοῡ Πέλοπος ἀποικία», Πίνδ.)3. φρ. (για τον δούρειο ίππο με τους γενναίους πολεμιστές) «φυὴν εὐήνορος ἵππου»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ήνωρ, αρχαία μορφή τού ανήρ ως β' συνθετικού (πρβλ. αγ-ήνωρ, φθεισ-ήνωρ)].
Dictionary of Greek. 2013.